Kupující στα ελληνικά

Μετάφραση: kupující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών
Kupující στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kupovat στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράσουν
  • kupování στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, εξαγορά, αγοράς, αγορές, την αγορά
  • kupé στα ελληνικά - μέρος, κουπέ, Coupe, άμαξα κλειστή
  • kupón στα ελληνικά - κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων
Τυχαίες λέξεις
Kupující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγοραστής, αγοραστή, του αγοραστή, αγοραστική, αγοραστών