Lačný στα ελληνικά
Μετάφραση: lačný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθουσιώδης, φιλάργυρος, κερδομανής, άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lačnost στα ελληνικά - απληστία, βουλιμία, πείνα, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
- laň στα ελληνικά - ελαφίνα, DOE, έλαφος, κουνέλα, έλαφο
- laškovat στα ελληνικά - παίζω, παριστάνω, έργο, πραγματάκι, παιχνίδι, φλερτάρω, φλερτ, ...
Τυχαίες λέξεις
Lačný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, φιλάργυρος, κερδομανής, άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
Μεταφράσεις: ενθουσιώδης, φιλάργυρος, κερδομανής, άπληστος, λαίμαργος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη