Lem στα ελληνικά

Μετάφραση: lem, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστόμιο, περιθώριο, κορδέλα, άκρη, στεφάνη, χείλος, κρόσσι, παρυφές, φράντζα, ρέλι, ούγια, σύνορο, μεθόριος, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος
Lem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lektor στα ελληνικά - αναγνώστης, δάσκαλος, λέκτορας, καθηγητής, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
  • lelkovat στα ελληνικά - χαζεύω, χασομερώ, να χαζεύω, να περιφέρονται, περιφέρονται
  • lemovat στα ελληνικά - δεσμεύω, χείλος, δένω, παρυφές, κρόσσι, ρέλι, άκρη, ...
  • lemování στα ελληνικά - ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Lem στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστόμιο, περιθώριο, κορδέλα, άκρη, στεφάνη, χείλος, κρόσσι, παρυφές, φράντζα, ρέλι, ούγια, σύνορο, μεθόριος, κράσπεδο, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος