Mezinárodní στα ελληνικά
Μετάφραση: mezinárodní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mezimolekulární στα ελληνικά - διαμοριακές, διαμοριακών, ενδομοριακή, διαμοριακή, ενδομοριακών
- meziměstský στα ελληνικά - υπεραστικός, υπεραστικό, υπεραστικών, υπεραστικά, υπεραστικής
- meziplanetární στα ελληνικά - διαπλανητικός, διαπλανητικό, διαπλανητικά, διαπλανητικού, διαπλανητική
- mezistátní στα ελληνικά - διεθνής, διακρατικές, διακρατική, διακρατικών, διαπολιτειακού, διακρατικό
Τυχαίες λέξεις
Mezinárodní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών
Μεταφράσεις: διεθνής, διεθνείς, διεθνή, διεθνούς, διεθνών