Λέξη: παραδοσιακά

Σχετικές λέξεις: παραδοσιακά

παραδοσιακά επαγγέλματα, παραδοσιακά τραγούδια, παραδοσιακά όργανα, παραδοσιακά παραμύθια, παραδοσιακά φαγητά, παραδοσιακά γλυκά, παραδοσιακά μουσικά όργανα, παραδοσιακά έπιπλα, παραδοσιακά προϊόντα, παραδοσιακά παιχνίδια

Μεταφράσεις: παραδοσιακά

παραδοσιακά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
traditionally, traditional, typical, the traditional, traditionally been

παραδοσιακά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tradicional, tradicionales, tradicional de

παραδοσιακά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
traditionell, herkömmliche, althergebrachte, traditionellen, traditionelle, traditioneller, herkömmlichen

παραδοσιακά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traditionnelle, traditionnellement, traditionnel, traditionnels, traditionnelles, classique

παραδοσιακά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tradizionale, tradizionali, tradizione, classico

παραδοσιακά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tradicional, tradicionais, tradicional de

παραδοσιακά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
traditioneel, traditionele, de traditionele, klassieke, van traditionele

παραδοσιακά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
традиционный, традиционные, традиционная, традиционной, традиционных

παραδοσιακά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tradisjonelle, tradisjonell, tradisjonelt

παραδοσιακά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
traditionell, traditionella, traditionellt, den traditionella

παραδοσιακά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perinteisesti, perinteinen, perinteisten, perinteisen, perinteisiä, perinteiset

παραδοσιακά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
traditionelle, traditionel, traditionelt, den traditionelle

παραδοσιακά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tradičně, tradiční, tradičním, tradičních, tradičního

παραδοσιακά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tradycyjnie, tradycyjny, tradycyjne, tradycyjnych, tradycyjna, tradycyjnym

παραδοσιακά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hagyományos, a hagyományos, tradicionális, hagyományosan

παραδοσιακά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geleneksel, geleneksel bir, klasik

παραδοσιακά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
традиційний, традиційне, традиційна

παραδοσιακά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tradicional, tradicionale, tradicionale të, tradicionale e, tradicional i

παραδοσιακά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
традиционен, традиционна, традиционната, традиционния, традиционните

παραδοσιακά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
традыцыйны, традыцыйнае, традыцыйная

παραδοσιακά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
traditsiooniliselt, traditsiooniline, traditsiooniliste, traditsioonilise, traditsioonilised, traditsioonilisi

παραδοσιακά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tradicionalno, tradicionalan, tradicionalni, tradicionalna, tradicionalnog

παραδοσιακά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hefðbundin, hefðbundinn, hefðbundna, hefðbundnum, hefðbundinni

παραδοσιακά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tradicinis, tradicinė, tradicinių, tradicinės, tradiciniai

παραδοσιακά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tradicionāls, tradicionālo, tradicionālā, tradicionālās, tradicionāla

παραδοσιακά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
традиционалните, традиционалниот, традиционални, традиционалната, традиционална

παραδοσιακά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tradițional, tradițională, tradiționale, traditionala, traditional

παραδοσιακά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tradicionalna, tradicionalni, tradicionalno, tradicionalen, tradicionalne

παραδοσιακά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tradičné, tradičnej, tradičný, tradičná, tradičnú

Στατιστικά δημοτικότητας: παραδοσιακά

Τυχαίες λέξεις