Montovat στα ελληνικά

Μετάφραση: montovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναρμολογώ, όρος, ανεβαίνω, βουνό, συναθροίζω, αυξάνομαι, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν
Montovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • monotónní στα ελληνικά - μονότονος, μονότονη, μονότονο, μονότονα, μονότονες
  • monstrum στα ελληνικά - κτήνος, τέρας, ζώο, τέρατος, το τέρας, τεράτων, τέρας που
  • montování στα ελληνικά - συναρμολόγηση, σύναξη, συνέλευση, συγκρότημα, συναρμολόγησης, συγκροτήματος
  • montáž στα ελληνικά - σύναξη, συναρμολόγηση, ομήγυρη, συνέλευση, συγκρότημα, συναρμολόγησης, συγκροτήματος
Τυχαίες λέξεις
Montovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναρμολογώ, όρος, ανεβαίνω, βουνό, συναθροίζω, αυξάνομαι, συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συναρμολογούν, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν