Λέξη: βορά

Σχετικές λέξεις: βορά

βορά ορνίων pdf, βορά ορνίων wiki, βορά συνώνυμα, βορρά συνωνυμο, βορά σημασια, βορά ορνίων ebook, βορρά λεξικό, βορά ορνίων public, βορά ορνίων (2005), βορά ορνίων

Συνώνυμα: βορά

λεία, θύμα

Μεταφράσεις: βορά

βορά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prey, north, the north, cannon fodder, prey to

βορά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
víctima, presa, presas, la presa, rapaces, presa de

βορά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beute, Beute, Opfer, Raub, Greif

βορά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
proie, victime, capture, sacrifice, trophée, dépouille, butin, proies, la proie, des proies, en proie

βορά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preda, bottino, prede, rapaci, la preda, in preda

βορά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
presa, rapina, presas, vítima, a rapina

βορά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vangst, buit, prooi, ten prooi, roof, prooien

βορά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добыча, добычей, добычу, жертвой, жертва

βορά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bytte, rov, byttedyr, byttet, prey

βορά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
byte, rov, offer, byten, rovet

βορά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saalis, saalista, prey, saaliin, saaliinsa

βορά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bytte, byttedyr, offer, byttet, ofre

βορά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kořist, oběť, Prey, kořistí, kořisti, loupež

βορά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdobycz, nurtować, łup, ofiara, żerować, pastwa, grabić, żer

βορά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsákmány, ragadozó, zsákmányt, áldozatul, préda

βορά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
av, yırtıcı, yem, prey, avı

βορά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розфасовувати, видобуток, здобич, видобування

βορά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjah, pre, pre e armikut, viktima të armiqve, ishin viktima të armiqve, pre e armiqve

βορά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плячка, плячката, жертва, хищни, грабливи

βορά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здабыча

βορά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohver, saak, saagiks, kurnatud, saaki, saakloomade

βορά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pljačkati, vrebati, podrivati, žrtva, pljačka, plijen, plijena, plijenom, roblje

βορά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bráð, eins og æfingabolti, æfingabolti, og æfingabolti, herfangi

βορά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
praeda

βορά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auka, grobis, grobti, apgaudinėti, graužti

βορά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
upuris, laupījums, laupījumu, par upuri, medījums

βορά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
плен, грабливки, пленот, жртва, грабливи

βορά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pradă, prada, fără probleme, prăzii, răpitoare

βορά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ničit, trápit, plen, prey, plena, žrtev

βορά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korisť, lov
Τυχαίες λέξεις