Λέξη: περικόπτω

Συνώνυμα: περικόπτω

κλαδεύω, κρέμαμαι, κρεμιέμαι χαλαρά, συγκρατώ, συνδέω, σφίγγω, χτυπώ, ψαλιδίζω, αναφαίνομαι, καλλιεργώ, δρέπω, θερίζω, βοσκώ, ξεφλουδίζω, περικοσμώ, στολίζω, τακτοποιώ, ισορροπώ, σμικρύνω, μειώνω, περιορίζω, συντέμνω, βραχύνω, συντομεύω, κάνω οικονομίες, κάνω οικονομίας

Μεταφράσεις: περικόπτω

περικόπτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
retrench, curtail, lop, razee, pare, abridge

περικόπτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
economizar, replegarse, retrench, atrincherarse, achicarse

περικόπτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschränken, retrench, sich einschränken, kürzen, Sanieren

περικόπτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couper, élaguer, abréger, raccourcir, rogner, écourter, ébrancher, restreindre, retrancher, replier, licencier, se retrancher

περικόπτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economizzare, retrench

περικόπτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cercear, recuar, retrench, retraem, se retraem

περικόπτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkrimpen, korten, verkorten, bezuinigen, besnoeien, retrench, besnoeien op, besnoeien op hun

περικόπτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишать, обкорнать, сократить, лишить, урезывать, сокращать, укорачивать, экономить, урезать, сокращают расходы, окапываться

περικόπτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjære ned

περικόπτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
retrench, inskränka, skära ned, nedskärningar i

περικόπτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
supistaa, leikata, Karsikaa, karsia, karsimaan

περικόπτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skære ned, skære ned på

περικόπτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkrátit, oklestit, odříznout, omezit, zredukovat, zeštíhlení, ustoupit od, šetřit

περικόπτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skracać, skrócić, okopać, obciąć, obwarować, uciąć, redukować, okroić, ograniczyć wydatki, obwałować

περικόπτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korlátoz, csökkent költséget

περικόπτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısaltmak, kısmak, retrench, kırpmak, personel sayısını düşürmek

περικόπτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відходити, відступ, вкорочувати, укорочувати, позбавити, відступити, урізувати, відступати, піти, економити, заощаджувати

περικόπτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pakësoj, shkurtoj

περικόπτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съкращавам, намалявам разходите си, съкратят, съкращения и икономии, намалявам разходите

περικόπτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эканоміць

περικόπτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kärpima, vähendama, kokku hoidma, Lõigata, kulusid kärpima, säästma

περικόπτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odsječan, ograničiti, utvrditi, smanjiti, opkopati, sažet, kratak, skresati, ograniče izdaci, se ograniče izdaci, smanjiti troškove

περικόπτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
retrench

περικόπτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumažinti, taupyti, apsikasti, Obwarować, Sumažinti išlaidas, daryti kupiūras tekste

περικόπτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saīsināt

περικόπτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
retrench

περικόπτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
restrânge, face economii, diminua, omite, micșora

περικόπτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omejit, Zmanjšati, Opkopati

περικόπτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obmedziť, znížiť, obmedzenie, obmedzovať, zníženie
Τυχαίες λέξεις