Nadsazovat στα ελληνικά

Μετάφραση: nadsazovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλέω, υπερβάλλω, κάνω με υπερβολή, παίζω με υπερβολή
Nadsazovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nadržovat στα ελληνικά - να, για να, σε, για, με
  • nadsadit στα ελληνικά - παραλέω, υπερβάλλω, υπερφόρτιση, υπερφορτίζω, υπερτίμημα, υπερτιμήματος, υπερτίμηση
  • nadsazování στα ελληνικά - υπέρβαση, υπέρβασης, ξεπερνώντας, την υπέρβαση, υπέρβαση των
  • nadsmyslový στα ελληνικά - υπερβατικός, υπερβατική, υπερβατικό, υπερβατικού, υπερβατικές
Τυχαίες λέξεις
Nadsazovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλέω, υπερβάλλω, κάνω με υπερβολή, παίζω με υπερβολή