Neschopný στα ελληνικά

Μετάφραση: neschopný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους
Neschopný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nervózně στα ελληνικά - ανήσυχα, νευρικά, νευρικά το, νευρικότητα, νευρικά τα, με νευρικότητα
  • neschopnost στα ελληνικά - ανικανότητα, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
  • neschvalovat στα ελληνικά - αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει
  • neschvalování στα ελληνικά - αποδοκιμασία, αποσβέσεις, υποτίμηση, υποτίμησης, deprecation
Τυχαίες λέξεις
Neschopný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, αδέξιος, αναρμόδιος, ανίκανοι, ανίκανη, ανίκανους