Λέξη: παραλίγο

Σχετικές λέξεις: παραλίγο

παραλίγο σέξι ατύχημα για την θωμαή απέργη, παραλίγο να «πάθει εγκεφαλικό» η μενεγάκη όταν, παραλίγο να καούν ζωντανοί 60 μετανάστεσ στην κόρινθο, παραλίγο κάρβουνο ο αναστενάρης, παραλίγο ξεμάλλιασμα στο πρωϊνο – αγριος καυγάς σκορδά – σταμάτη, παραλίγο βύθιση ελληνικής φρεγάτας από ισραηλινό πύραυλο, παραλίγο γάμος, παραλίγο μακάβρια γκάφα τι πήγε να κάνει η... πανέξυπνη παρουσιάστρια video, παραλίγο τραγωδία στη ντιναμό κιέβου, παραλίγο να... βιάσουν δημοσιογράφο στον «αέρα

Μεταφράσεις: παραλίγο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nearly, almost, was almost, was nearly
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casi, cerca, cerca de, casi el, prácticamente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beinahe, schier, fast, nahezu, knapp, annähernd
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quasiment, quasi, presque, près de, près, pratiquement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quasi, circa, quasi il, praticamente, stava quasi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quase, cerca, cerca de, praticamente, aproximadamente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijkans, welhaast, bijna, haast, zowat, schier, vrijwel, nagenoeg, bijna de, ongeveer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близко, приблизительно, примерно, приближенно, почти, предположительно, практически, около, чуть, чуть не
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nesten, var nær, nær, var nær ved, nær ved
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nästan, närapå, nära, närmare, knappt, flesta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
miltei, lähes, likipitäen, melkein, liki, lähimain, lähellä, oli todella lähellä, todella lähellä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
næsten, var tæt, var tæt på, tæt, tæt på
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
téměř, málem, skoro, teměř, zdaleka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prawie, omal, niemal, blisko, mocno, Zacznijmy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közel, majdnem, szinte, csaknem, mintegy
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neredeyse, yaklaşık, hemen hemen, yakın, hemen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приблизно, майже, близько, близько-близько
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
afro, pothuajse, gati, gati të, gati sa, pothuajse të, gati sa nuk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почти, близо, замалко, замалко да, едва
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амаль
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äärepealt, peaaegu, ligi, ligikaudu, pea, umbes
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
blizu, skoro, gotovo, približno, se gotovo, pogađa, je gotovo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nær, næstum, nærri, nánast, tæplega
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
paene, fere, prope
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beveik, buvo arti, vos, arti, vos neikrito
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gandrīz, apmēram, tuvu, aptuveni, un gandrīz
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
речиси, скоро, приближно, околу, близу
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproape, de aproape, aproape de, aproximativ, circa
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blízko, málem, skoraj, so bili zelo blizu, bili zelo blizu, zelo blizu, blizu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blízko, skoro, málom, temer, takmer
Τυχαίες λέξεις