Λέξη: ζώνη

Σχετικές λέξεις: ζώνη

ζώνη καινοτομίας, ζώνη του λυκόφωτος, ζώνη εκγύμνασης κοιλιακών, ζώνη εφίδρωσης, ζώνη εγκυμοσύνης, ζώνη αδυνατίσματος, ζώνη σεισμικής επικινδυνότητας κατά ε.α.κ, ζώνη επικείμενης ανάπτυξης, ζώνη σένγκεν, ζώνη αγνότητας, ευέλικτη ζώνη

Συνώνυμα: ζώνη

μπάντα, ταινία, δεσμός, όμιλος, ορχήστρα, ιμάντας, λουρί, σάρπα, ζώνη από ύφασμα, πλαίσιο παραθυρόφυλλου, τζαμωτό, στηρίγματα γέφυρας, στηρίγματα στέγης, κηλεπίδεσμος, δεμάτι, κορδόνι, σιρήτι, στεφάνη, ζώνη στρατιωτών, περίζωμα, κορσές, στρογγυλό ταψί, έρπης

Μεταφράσεις: ζώνη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belt, zone, band, area, zone of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pretina, cinturón, correa, faja, zona, zona de, la zona, zonas, de zona
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tiefschlag, kranz, schlag, treibriemen, riemen, gurt, stoß, hieb, gürtel, anschlag, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coup, passement, zone, ruban, ceinturon, entourer, ceinturer, aviron, ceindre, bande, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cintola, cinghia, cintura, zona, zona di, zone, orario, di zona
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cinta, correia, cintura, zona, zona de, fuso, região, área
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klap, gordel, mep, slag, tik, klop, duw, riem, klets, zone, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зона, поясок, хлястик, кушак, область, ремень, пояс, конвейер, портупея, зоны, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reim, belte, sonen, sone, zone
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rem, bälte, zon, zonen, området, område
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kolkutus, isku, kolahdus, vyöhyke, piiskata, vyö, viilettää, hihna, alue, vyöhykkeen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bælte, livrem, zone, område, zonen, området
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řemen, pásmo, pásek, pás, opasek, obkličovat, opásat, zóna, zóny, oblast, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
strefa, taśma, opasanie, pasek, ładownica, pas, strefy, strefie, strefę, zone
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajtószíj, sáv, nadrágszíj, öv, tengeröv, tengerszoros, gépszíj, zóna, övezet, terület, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşak, darbe, kemer, bölge, bölgesi, dilimi, zon, zonu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасок, пояс, ремінь, конвеєр, зона, зону
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zonë, zona, zonës, zone, zonë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пояс, зона, зоната, зона на, зони
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пояс, зона
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rihm, vöönd, vöötama, tsoon, tsooni, tsoonis, vööndis, vööndi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zona, veza, opasati, remen, Zone, zonu, zoni, područje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svæði, svæðið, tímabelti, svæðisins, Zone
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diržas, zona, zonos, zonoje, zoną, juosta
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
belziens, josta, siksna, trieciens, sitiens, zona, zonā, zonas, zonu, josla
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ременот, зона, зоната, појас, зона на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curea, lovitură, zonă, zona, de zonă, zone, zona de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pás, pas, pásek, cona, zone, območje, cone
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opasok, zóna, pásmo, oblasť, zónu, zóny

Στατιστικά δημοτικότητας: ζώνη

Τυχαίες λέξεις