Nevole στα ελληνικά

Μετάφραση: nevole, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσαρέσκεια, δυσφορία, μνησικακία, αγανάκτηση, άχτι, δυσαρέσκειά, τη δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια
Nevole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nevlídnost στα ελληνικά - τραχύτητα, εχθρότητα, εχθρικότης, εχθρικότητα
  • nevlídný στα ελληνικά - εχθρικός, άγριος, πικρός, δριμύς, σκυθρωπός, κακότροπος, τραχύς, ...
  • nevolnický στα ελληνικά - δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
  • nevolnictví στα ελληνικά - δουλειά, σκλαβιά, δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
Τυχαίες λέξεις
Nevole στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσαρέσκεια, δυσφορία, μνησικακία, αγανάκτηση, άχτι, δυσαρέσκειά, τη δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκεια