Λέξη: συμβολικός

Σχετικές λέξεις: συμβολικός

συμβολικός θάνατος, συμβολικός συνώνυμα, συμβολικός ευνουχισμός, συμβολικός ετυμολογία, συμβολικός τεκτονισμός, συμβολικός ρατσισμός, συμβολικός δομισμός

Μεταφράσεις: συμβολικός

συμβολικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
symbolic, emblematic, a symbolic

συμβολικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simbólico, simbólica, símbolo, simbólicos, simbólicas

συμβολικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
symbolisch, symbolischen, symbolische, symbolischer, Symbol

συμβολικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
symbolique, symbole, symboliques, emblématique

συμβολικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allegorico, simbolico, simbolica, simbolo, simbolici, simboliche

συμβολικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simbólico, simbólica, símbolo, simbólicas, simbólicos

συμβολικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
symbolisch, symbolische, symbool, een symbolische

συμβολικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
символичный, символический, символическое, символично, символическая, символическим

συμβολικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
symbolsk, symbolske, symbol, et symbol

συμβολικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
symbolisk, symboliska, symboliskt, symbol

συμβολικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvallinen, vertauskuvallinen, vertauksellinen, symbolinen, symbolista, symbolisen, symbolisia, symbolic

συμβολικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
symbolsk, symbolske, symbol, symbolværdi, et symbol

συμβολικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
symbolický, symbolické, symbolická, symbolickou, symbolickým

συμβολικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
symboliczny, symboliczne, symbolicznym, symboliczna, symboliczną

συμβολικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szimbolikus, jelképes, a szimbolikus

συμβολικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sembolik, simgesel, sembolik bir, simgesel bir

συμβολικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
символічний, символічного, символічне, символічну, символічна

συμβολικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
simbolik, simbolike, simbol, simbolikë

συμβολικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
символичен, символично, символична, символичната, символна

συμβολικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сімвалічны, сымбалічны, сімвалічную

συμβολικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sümboolne, sümboolse, sümboolset, sümboolsed, sümboolseid

συμβολικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
simbolički, simboličan, simboličko, simbolička, simbolična

συμβολικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
táknræn, táknrænt, táknrænn, táknræna, táknrænum

συμβολικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
simbolinis, simbolinė, simbolinę, simboliška, simboliškas

συμβολικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
simbolisks, simboliska, simboliski, simbolisku, simboliskā

συμβολικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
симболична, симболично, симболични, симболичен, симболичка

συμβολικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simbolic, simbolică, simbolice, simbolica, simbol

συμβολικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
simbolična, simbolna, simbolično, simboličen, simbolno

συμβολικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
symbolický, symbolické, symbolickú, symbolického
Τυχαίες λέξεις