Λέξη: συμβουλεύομαι
Συνώνυμα: συμβουλεύομαι
λαμβάνω υπ' όψιν, συσκέπτομαι
Μεταφράσεις: συμβουλεύομαι
συμβουλεύομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consult, I consult, advise me
συμβουλεύομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consultar, asesorar, consulte, consultar a, consulte a, consultará
συμβουλεύομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befragen, konsultieren, beraten, wenden, zu konsultieren, konsultieren Sie
συμβουλεύομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consultons, consultez, compulser, consultent, consulter, débattre, conseiller, de consulter, consulte, consulter le
συμβουλεύομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consultare, consultare il, consulta, di consultare, rivolgersi
συμβουλεύομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consultar, consulte, consulta, consultar o, consultará
συμβουλεύομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consulteren, raadplegen, overleggen, te raadplegen, overleg
συμβουλεύομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
советовать, проконсультироваться, совещаться, справляться, консультировать, проконсультировать, консультироваться, советоваться, проконсультируйтесь, обратитесь, обратитесь к
συμβουλεύομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rådføre, konsultere, kontakt, konsulter, ta kontakt
συμβουλεύομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konsultera, rådfråga, konsul, samråda, samråda med, kontakta
συμβουλεύομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskustella, katsoa, konsultoida, neuvotella, kuulla, kuultava, ota, kuulee
συμβουλεύομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konsultere, rådføre, høre, anmode, anmode om
συμβουλεύομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poradit, radit, rokovat, konzultovat, konzultuje, obraťte, poraďte
συμβουλεύομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przekonsultować, radzić, poradzić, skonsultować, rozważać, konsultować, zasięgać, skonsultować się, zasięgnąć opinii, konsultuje
συμβουλεύομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forduljon, konzultál, konzultáljon, konzultálnak, konzultálni
συμβουλεύομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
danışmak, danışın, başvurun, danışınız, başvurunuz
συμβουλεύομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
консультуйтеся, проконсультуватися, справлятися, консультуватися, консультації, консультуватись, консультуватиметься, проводити консультації
συμβουλεύομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konsultohet, të konsultohet, konsultoheni, konsultoni, të konsultoheni
συμβουλεύομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консултира, консултирайте, консултирайте се, се консултира, се консултират
συμβουλεύομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кансультавацца, пракансультавацца, пракансультуюцца, кансультацыi ў
συμβουλεύομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konsulteerima, nõustama, konsulteerida, konsulteerib, nõu, konsulteerivad
συμβουλεύομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konzultirati, savjetovati, konzultirajte, posavjetovati, posavjetujte
συμβουλεύομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samráð, hafa samráð, ráðfæra, ráðfæra sig, hafa samband við
συμβουλεύομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konsultuotis, konsultuojasi, pasikonsultuoti, konsultuotis su, konsultuojasi su
συμβουλεύομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konsultēties, apspriežas, konsultējas, konsultējieties, apspriesties ar
συμβουλεύομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
консултирате, консултирајте се, консултира, консултираат, консултирајте се со
συμβουλεύομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consulta, consulte, consultă, consultați, se consulte
συμβουλεύομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posvetujejo, posvetuje, se posvetuje, se posvetujte, posvetovati z
συμβουλεύομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konzultovať, prekonzultovať, prekonzultovať s, poradiť, konzultovať s
Τυχαίες λέξεις