Obývat στα ελληνικά

Μετάφραση: obývat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοικώ, καταλαμβάνω, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε
Obývat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obíhat στα ελληνικά - περιστρέφω, τροχιά, περιστρέφομαι, κυκλοφορώ, κύκλος, κυκλοφορεί, κυκλοφορούν, ...
  • obírat στα ελληνικά - μαζεύω, κασμάς, συλλέγω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ...
  • občan στα ελληνικά - πολίτης, εθνικός, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
  • občanský στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
Τυχαίες λέξεις
Obývat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοικώ, καταλαμβάνω, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε