Κατοικώ στα τσεχικά
Μετάφραση: κατοικώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdržet, pobývat, sídlit, meškat, bydlet, obývat, prodlévat, žít, žijí, žije, živé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικώ
κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατοικώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κατοικίδιος στα τσεχικά - domácký, tuzemský, sluha, vnitrostátní, domácí, rodina, ochočený, ...
- κατοικημένος στα τσεχικά - obytný, sídelní, rezidenční, obytné, obytná, obytných
- κατολίσθηση στα τσεχικά - sesuv, klouzání, posuvné, posuvných, posuvná, posuvnými
- κατορθώνω στα τσεχικά - provést, dostihnout, dosahovat, vykonat, dosáhnout, nabýt, dokončit, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοικώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zdržet, pobývat, sídlit, meškat, bydlet, obývat, prodlévat, žít, žijí, žije, živé
Μεταφράσεις: zdržet, pobývat, sídlit, meškat, bydlet, obývat, prodlévat, žít, žijí, žije, živé