Odřít στα ελληνικά
Μετάφραση: odřít, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειαίνω, τρίβω, ξύνω, εκδέρω, γδέρνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odříkavý στα ελληνικά - ασκητικός, αποποιήθηκαν, παραιτηθεί, αποποιηθεί, αποποίησης, παραιτήθηκε από
- odříkání στα ελληνικά - αποποίηση, αποκήρυξη, απάρνηση, αυταπάρνηση, αυταπάρνησης, την αυταπάρνηση, η αυταπάρνηση
- odříznout στα ελληνικά - απομονώνω, κόβω, αποκόβω, περικόπτω, ανακόπτω, τέμνω, διαχωρίζω, ...
- odříznutí στα ελληνικά - αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Τυχαίες λέξεις
Odřít στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειαίνω, τρίβω, ξύνω, εκδέρω, γδέρνω
Μεταφράσεις: λειαίνω, τρίβω, ξύνω, εκδέρω, γδέρνω