Λέξη: έντονα

Σχετικές λέξεις: έντονα

έντονα ρίγη, έντονα αέρια, έντονα συνώνυμα, έντονα συναισθήματα, έντονα φρύδια, έντονα κόκκινα μαλλιά, έντονα ζυγωματικά, έντονα ρεψίματα, έντονα καιρικά φαινόμενα, έντονα κίτρινα ούρα

Συνώνυμα: έντονα

δυνατά, πάρα πολύ

Μεταφράσεις: έντονα

έντονα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
markedly, keenly, strongly, audible, vigorously, intensely

έντονα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agudamente, vivamente, profundamente, afilado, intensamente

έντονα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgesprochen, scharf, sehr, stark, leidenschaftlich, lebhaft

έντονα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clair, distinctement, clairement, vivement, profondément, vif

έντονα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avidamente, acutamente, profondamente, vivamente, intensamente

έντονα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sutilmente, agudamente, afiada, vivamente, profundamente

έντονα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scherp, terdege, scherper

έντονα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
остро, живо, чутко, сильно, зорко

έντονα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intenst, keenly, ivrig, smertelig

έντονα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livligt, ivrigt, keenly, intensivt, spänt

έντονα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
innokkaasti

έντονα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stærkt, ivrigt, opmærksomt, skarpt

έντονα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřetelně, nadšeně, horlivě, netrpělivě, velmi dobře, ostře

έντονα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobitnie, wybitnie, wyraźnie, gorąco, bacznie, dotkliwie, żywotnie, niecierpliwie

έντονα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élénken, nagyon is, lelkesen, élesen, érdeklődéssel

έντονα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hevesle, şiddetle, keskin biçimde, gayretle, sertçe

έντονα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гостро

έντονα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fort, fort të, fort i, përkushtim, tejet

έντονα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остро, силно, ревностно, живо се

έντονα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
востра, вострую, маюць вострую, мае вострую

έντονα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
agaralt, innukalt, teravalt, pingsalt, kirglikult

έντονα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izrazito, oduševljeno, keenly, oštro, željno, itekako

έντονα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
augun, ágætlega, gera sér ágætlega, sér ágætlega

έντονα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aštriai, nekantriai, entuziastingai, noriai, aršiai

έντονα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labprāt, keenly

έντονα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сосем, мошне, зголемен интерес, интерес ја, зголемен интерес ја

έντονα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascuțit, cu putere, acut

έντονα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Navdušeno, globoko, nestrpno, močno občutili

έντονα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nadšene, nadšením, s nadšením

Στατιστικά δημοτικότητας: έντονα

Τυχαίες λέξεις