Olůvko στα ελληνικά

Μετάφραση: olůvko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγούμαι, μόλυβδος, σταθμίζω, λουρί, βυθίζων, βυθιζόμενος, βολίς, βαρυδιού, βαρίδι
Olůvko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oloupit στα ελληνικά - ξεγυμνώνω, ληστεύω, καραμπίνα, τουφέκι, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ...
  • olíznout στα ελληνικά - συντρίβω, νικώ, γλείφω, γλείψιμο, lick, γλείφουν, δαρμός
  • omak στα ελληνικά - υφή, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε
  • omalovat στα ελληνικά - βάφω, Ομάλ
Τυχαίες λέξεις
Olůvko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγούμαι, μόλυβδος, σταθμίζω, λουρί, βυθίζων, βυθιζόμενος, βολίς, βαρυδιού, βαρίδι