Opilovat στα ελληνικά
Μετάφραση: opilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opilec στα ελληνικά - φέσι, μεθυσμένος, άφθονος, μεθύστακας, μεθυσμένοι, πίνεται, μεθυσμένο, ...
- opilost στα ελληνικά - μέθη, δηλητηρίαση, δηλητηρίασης, μέθης, δηλητηρίαση από
- opilství στα ελληνικά - μέθη, μεθήσι, inebriation, κατάσταση μέθης, μέθης
- opilý στα ελληνικά - μεθυσμένος, μεθυσμένοι, πίνεται, μεθυσμένο, πιει
Τυχαίες λέξεις
Opilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης
Μεταφράσεις: υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, λίμα, εργαλείου απόξεσης, του εργαλείου απόξεσης, ράσπας, εργαλείο απόξεσης