Λέξη: κύτταρο

Σχετικές λέξεις: κύτταρο

κύτταρο η μονάδα της ζωής, κύτταρο live μπιγαλης, κύτταρο αθήνα, κύτταρο χαλέπας, κύτταρο εναλλακτικών αναζητήσεων νέων, κύτταρο μουσική σκηνή, κύτταρο νέας γης, κύτταρο βιολογία, κύτταρο live map

Συνώνυμα: κύτταρο

κελί, κελλίο, οικίσκος, πυρήνας, στοιχείο, μικρό κύτταρο

Μεταφράσεις: κύτταρο

κύτταρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cell, corpuscle, the cell, cell is, a cell, cell of

κύτταρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alvéolo, corpúsculo, célula, celda, celular, células, de células

κύτταρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zelle, speicherzelle, atom, Zelle, Zell, Zellen

κύτταρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corpuscule, corps, anneau, globule, cellule, cachot, particule, alvéole, cellulaire, cellules, portable, pile

κύτταρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cellula, cella, cellule, cellulare, delle cellule

κύτταρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cela, célula, cabina, pilha, celular, células, de células

κύτταρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pilletje, cachot, cel, mobiele, cellen, cell

κύτταρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
келья, тёмная, камера, средоточие, электрон, частица, клетка, фотоэлемент, скит, ячея, ячейка, тельце, корпускула, клеток, ячейки, сотовый

κύτταρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blodlegeme, celle, cellen, mobil

κύτταρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cell, cellen

κύτταρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osasto, solu, ontelo, soppi, tyrmä, selli, kenno, solun, solujen, soluun, cell

κύτταρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, celle, cellen, celler

κύτταρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tělísko, buňka, částice, komůrka, kobka, článek, krvinka, buněk, buněčné, buněčná

κύτταρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
komórka, ciałko, krwinka, celka, rozmnóżka, elektrolizer, cząsteczka, cela, ogniwo, komórek, komórki

κύτταρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korpuszkula, testecske, galvánelem, részecske, sejt, cella, sejtes

κύτταρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hücre, cep, hücreli, hücresi

κύτταρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осередок, тільці, фотоелемент, клітина, камера, електрон, клітка, частка, тільце, корпускула, клітинка, клетка, клітини

κύτταρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
telefoni, qelizë, celular, qeliza, qelizave, qelizore

κύτταρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, клетка, клетъчна, клетъчната, клетъчен, клетъчно

κύτταρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клетка

κύτταρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
verelible, element, kong, patarei, korpuskul, osake, rakk, rakkude, raku, lahtri, cell

κύτταρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stanica., sobica, stanični, članak, stanica, atom, elektron, ćelija, stanice, stanične, stanična

κύτταρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klefi, Cell, frumu, fruma, reit

κύτταρο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
carcer

κύτταρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ląstelė, dalelytė, ląstelių, mobilųjį, mobiliojo, mobilusis

κύτταρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šūna, kripatiņa, daļiņa, šūnu, mobilo, mobilā, mobilajā

κύτταρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќелијата, мобилен, ќелија, клетка, клетки, клетката

κύτταρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
particulă, celulă, celule, de celule, celulelor, celula

κύτταρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cela, celica, celic, cell, celična, celično

κύτταρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cela, krvinka, bunka, bunky, bunku

Στατιστικά δημοτικότητας: κύτταρο

Τυχαίες λέξεις