Originální στα ελληνικά

Μετάφραση: originální, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνήσιος, πρωτότυπος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού
Originální στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • originalita στα ελληνικά - πρωτοτυπία, πρωτοτυπίας, την πρωτοτυπία, η πρωτοτυπία, αυθεντικότητα
  • originál στα ελληνικά - χαρακτήρας, γνήσιος, πρωτότυπος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, ...
  • orlík στα ελληνικά - Orlík
  • ornament στα ελληνικά - στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
Τυχαίες λέξεις
Originální στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνήσιος, πρωτότυπος, πρωτότυπο, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικού