Λέξη: κρεοπώλης
Σχετικές λέξεις: κρεοπώλης
52χρονος κρεοπώλης, κρεοπώλης ζητείται, κρεοπώλης σκότωσε, κρεοπώλης ονειροκρίτης, κρεοπώλης στην γερμανια
Συνώνυμα: κρεοπώλης
σφαγεύς
Μεταφράσεις: κρεοπώλης
κρεοπώλης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
butcher, a butcher, butcher was
κρεοπώλης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnicero, matarife, carnicería, de carnicero, carnicero de, carnicerías
κρεοπώλης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fleischer, schlächter, schlachten, Metzger, Fleischer, Schlachter, Metzgerei
κρεοπώλης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucher, massacrer, charcutier, bousilleur, abattre, gâcheur, boucherie, égorger
κρεοπώλης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macellaio, macelleria, macellerie, da macellaio
κρεοπώλης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massacrar, açougueiro, carniceiro, Butcher, açougue, talho
κρεοπώλης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slager, slachten, slachter, afslachten, vleeshouwer, slagerij, slagers, de slager, butcher
κρεοπώλης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мясник, палач, киллер, убийца, мясника, мясником, мясной
κρεοπώλης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slakter, slakteren, kjøtt, slaktere
κρεοπώλης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slaktare, slaktaren, butcher, slakt, kött
κρεοπώλης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
teurastaja, lihakauppias, teurastaa, lahdata, hutilus, teurastajan, lihakauppa, butcher
κρεοπώλης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slagter, slagteren, butcher, slagterbutik
κρεοπώλης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řezník, řeznictví, řezníka, řezníkem, zabijačka
κρεοπώλης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordować, masarz, zarzynać, rzeźnik, oprawca, wyrzynać, wyrzynanie, mordowanie, Butcher, rzeźnika, rzeźnikiem, mięsny
κρεοπώλης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sebész, hentes, mészáros, hentesáru, hentest
κρεοπώλης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasap, Butcher, The Butcher, Kasabı, bir kasap
κρεοπώλης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різник, убивця, м'ясник, мясник, м`ясник
κρεοπώλης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kasap, mishshitës, mishi, kasapi, kasap i, butcher
κρεοπώλης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
κρεοπώλης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяснік, мясьнік, мясьніком
κρεοπώλης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veristama, tapma, lihunik, lihuniku, lihunikule, lihamüüja, butcher
κρεοπώλης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesar, mesnica, krvnik, mesara, mesnice
κρεοπώλης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjötkaupmaður, Butcher, slátrari, slátrarinn
κρεοπώλης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsininkas, mėsininko, budelis, kraipyti, papjauti
κρεοπώλης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesnieks, gaļas, miesnieka, miesniekam, miesnieki
κρεοπώλης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месар, месарот, Касапот, касап, крвникот
κρεοπώλης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măcelar, macelar, de măcelar, măcelărie, măcelarul
κρεοπώλης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
beznik, mesar, mesnica, butcher, mesarski
κρεοπώλης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäsiar, řezník, mäsiara
Τυχαίες λέξεις