Ostřelovat στα ελληνικά
Μετάφραση: ostřelovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Μεταφράσεις
- hluboce στα ελληνικά - βαθύς, βαθύτατα, κατάκαρδα, βαθιά, βαθειά, βάθος, τη βαθιά
- hvězdopravec στα ελληνικά - αστρολόγος, αστρολόγο, αστρολόγου, αστρολόγοι, ο αστρολόγος
- maso στα ελληνικά - σάρκα, κρέας, κρέατος, κρεάτων, το κρέας, κρέατα
- nebe στα ελληνικά - ουρανός, παράδεισος, ουρανό, ουρανού, τον ουρανό
Τυχαίες λέξεις
Ostřelovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Μεταφράσεις: κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell