Λέξη: μάθημα

Σχετικές λέξεις: μάθημα

μάθημα σολφέζ, μάθημα σχεδίου ασκτ, μάθημα καλλιτεχνική παιδεία, μάθημα σολφέζ στίχοι, μάθημα οδήγησης, μάθημα ζωής, μάθημα ζωής (2005), μάθημα αγγλικών, μάθημα ζωής από ένα κοριτσάκι 3 ετών, μάθημα ανατομίας

Συνώνυμα: μάθημα

δίδαγμα

Μεταφράσεις: μάθημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lesson, course, subject, class, lessons
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lección, lección de, la lección, clase, lecciones
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lektion, epistel, moral, lehrstunde, unterrichtsstunde, Lektion, Unterricht, Lehre, Unterrichts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
leçon, cours, morale, classe, leçons, la leçon, enseignement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lezione, lezione di, lezioni, la lezione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diminua, amainar, aula, ensinamento, lição, lição de, aula de, lições
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
les, lesje, lessen, de les, les die
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лекция, урок, поучение, уроком, урока, занятие
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leksjon, lekse, leksjonen, lærdom, lærdommen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lektion, läxa, lektionen, lärdom, lektions
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppitunti, oppi, opetus, tunti, oppitunnin, oppiaiheen, lesson
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærestreg, time, lektie, lektion, lektionen, lære
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lekce, hodina, přednáška, ponaučení, poučení, vyučování, lekci
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
epistoła, nauczka, przestroga, lekcja, lekcji, lekcją, lekcję, lesson
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanulság, szentlecke, lecke, leckét, óra, leckében
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ders, dersi, bir ders, dersin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
менший, урок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mësim, Mësimi, mësim i, Mësimi i, mësim të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
урок, урока, поука, уроци
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўрок, урок, рок, ¢ рок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õppetükk, õppetund, tund, õppetunni, tunni, õppetundi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lekcija, vježba, obuka, zadatak, pouka, sat, lekciju, lekcije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennslustund, lexíu, lexía, lærdómur, lærdómurinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pamoka, pamoką, pamokos, pamokų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stunda, mācība, nodarbība, nodarbību
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лекцијата, лекција, час, поука, часот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curs, lecţie, lecție, Lecții, Lecții de, lectie, Lecția
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lekcija, nauk, lekcijo, Učna ura
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lekcia, lekcie

Στατιστικά δημοτικότητας: μάθημα

Τυχαίες λέξεις