Otírat στα ελληνικά
Μετάφραση: otírat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- farizejství στα ελληνικά - υποκρισία, υποκρισίας, την υποκρισία, η υποκρισία
- moučnatý στα ελληνικά - αλευρωδών, αλευρώδη, αμυλώδες, αμυλώδους, αλευρώδες
- nedostupnost στα ελληνικά - διαθεσιμότητας, μη διαθεσιμότητα, μη διαθεσιμότητας, έλλειψη, της μη διαθεσιμότητας
Τυχαίες λέξεις
Otírat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Μεταφράσεις: τρίβω, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε