Κατέχω στα αγγλικά
Μετάφραση: κατέχω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
own, possess, hold, occupy, I possess, I own
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κατέχω
own
- έχω
- εξουσιάζω
- κατέχω
- ομολογώ
- έχω
- κατέχω
- λαμβάνω
- αναγκάζομαι
- γαμώ
- βαστάζω
- συγκρατώ
- κρατώ
- κατέχω
- πιάνω
- διατηρώ
- κατέχω
- υπερνικώ
- γίνομαι κάτοχος
- ασχολούμαι
- απασχολώ
- κατοικώ
- καταλαμβάνω
- κατέχω
- κατέχω
- κτώμαι
Σχετικές λέξεις: κατέχω
κατέχω conjugation, κατέχω μεταφραση, κατέχω συνώνυμο, κατέχω wiktionary, κατέχω το, κατέχω λεξικό γλώσσας αγγλικά, κατέχω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- κατάφορτος στα αγγλικά - fraught
- κατάχρηση στα αγγλικά - embezzlement, abuse, misappropriation, misuse, abuse of, misuse of
- κατήγορος στα αγγλικά - prosecutor, accuser, incriminator, plaintiff, prosecution
- κατήφεια στα αγγλικά - melancholy, gloom, moodiness, gloominess, dejection, pensiveness
Τυχαίες λέξεις
Κατέχω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: own, possess, hold, occupy, I possess, I own
Μεταφράσεις: own, possess, hold, occupy, I possess, I own