Péci στα ελληνικά
Μετάφραση: péci, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβουρδίζω, καβουρντίζω, ψήνω, Ψήστε, bake, ψήνουμε, ψήνουν
Μεταφράσεις
- hloubání στα ελληνικά - κερδοσκοπία, εικασία, περισυλλογή, στοχασμός, διαλογισμός, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, ...
- jásot στα ελληνικά - ευθυμία, κέφι, ευθυμίας, την ευθυμία, ζητωκραυγάζω
- mráz στα ελληνικά - παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, τον παγετό
- ocenitelný στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, διατιμητός, εκτιμητός
Τυχαίες λέξεις
Péci στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβουρδίζω, καβουρντίζω, ψήνω, Ψήστε, bake, ψήνουμε, ψήνουν
Μεταφράσεις: καβουρδίζω, καβουρντίζω, ψήνω, Ψήστε, bake, ψήνουμε, ψήνουν