Λέξη: εγχείρηση
Σχετικές λέξεις: εγχείρηση
εγχείρηση καταρράκτη, εγχείρηση καταρράκτη κόστος, εγχείρηση bypass, εγχείρηση στραβισμού, εγχείρηση αμυγδαλών, εγχείρηση καρδιάς, εγχείρηση αρθροσκοπικής μηνισκεκτομής, εγχείρηση μυωπίας, εγχείρηση προστάτη, εγχείρηση διαφράγματος
Μεταφράσεις: εγχείρηση
εγχείρηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
operation, surgery, an operation
εγχείρηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
operación, cirugía, la cirugía, cirugía de, una cirugía, de la cirugía
εγχείρηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrieb, arbeitsablauf, tätigkeit, gang, operation, bedienung, arbeitsgang, wirkung, einsatz, verfahren, Chirurgie, Operation, der Operation, Operationen
εγχείρηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
activité, acte, service, opération, fonction, action, fonctionnement, effet, jeu, exploitation, intervention, force, chirurgie, la chirurgie, intervention chirurgicale, une chirurgie
εγχείρηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
servizio, operazione, funzionamento, chirurgia, intervento chirurgico, la chirurgia, un intervento chirurgico, chirurgico
εγχείρηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
operar, funcionar, operação, actuar, opere, cirurgia, a cirurgia, cirurgia de, cirurgias, da cirurgia
εγχείρηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handeling, operatie, bewerking, ingreep, chirurgie, heelkunde, de operatie, een operatie
εγχείρηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
управление, функционирование, действие, операция, эксплуатация, процесс, работа, разработка, хирургия, хирургии, операции, операцию
εγχείρηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
operasjon, virksomhet, drift, kirurgi, operasjonen, kirurgi for
εγχείρηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
operation, kirurgi, operationen, läkarmottagning
εγχείρηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toiminta, käynti, leikkaus, toimi, touhu, kirurgia, leikkauksen, leikkausta, kirurgian
εγχείρηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
operation, kirurgi, operationen, plastikkirurgi, operationer
εγχείρηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obsluha, chod, činnost, úkon, fungování, operace, provoz, výkon, síla, účinnost, transakce, působení, chirurgie, operaci, ordinace, chirurgii
εγχείρηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
funkcjonowanie, użytkowanie, obsługa, akcja, działanie, eksploatacja, czynność, operacja, chirurgia, chirurgii, chirurgiczna, zabiegu
εγχείρηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üzemeltetés, sebészet, műtét, sebészeti, a műtét, műtétet
εγχείρηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cerrahlık, cerrahi, cerrahisi, ameliyat, ameliyatı
εγχείρηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дія, розробка, управління, діяння, дію, чинність, хірургія, хірургії
εγχείρηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kirurgji, kirurgjia, operacioni, kirurgjisë
εγχείρηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
действие, хирургия, операция, операцията, операция на, хирургична намеса
εγχείρηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хірургія
εγχείρηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
operatsioon, kasutamine, tehe, kirurgia, operatsiooni, kirurgiaaparaadid, kirurgiat
εγχείρηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posljedica, postupak, izvršavanje, funkcioniranje, kirurgija, operacije, operacija, kirurgije, zahvat
εγχείρηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skurðaðgerð, aðgerð, skurðlækningar, skurðaðgerðir, aðgerðin
εγχείρηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksploatacija, darbas, operacija, chirurgija, chirurginė, operacijos, chirurgijos
εγχείρηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
operācija, ekspluatācija, process, ķirurģija, operācijas, surgery
εγχείρηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хирургија, операција, хирургијата, операцијата, операција на
εγχείρηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
funcţionare, operaţie, chirurgie, interventii chirurgicale, interventie chirurgicala, intervenție chirurgicală, intervenții chirurgicale
εγχείρηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kirurgija, operacija, surgery, kirurgije, operacijo
εγχείρηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
transakcia, chirurgia, chirurgie
Στατιστικά δημοτικότητας: εγχείρηση
Τυχαίες λέξεις