Λέξη: καρέκλα

Σχετικές λέξεις: καρέκλα

καρέκλα μασάζ, καρέκλα γραφείου, καρέκλα διευθυντική minister, καρέκλα σκηνοθέτη, καρέκλα διευθυντική otello, καρέκλα επισκέπτη, καρέκλα τραπεζαρίας, καρέκλα γραφείου mesh, καρέκλα γραφείου racer, καρέκλα γραφείου bucket

Συνώνυμα: καρέκλα

έδρα

Μεταφράσεις: καρέκλα

καρέκλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chair, seat, the chair, a chair

καρέκλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
presidencia, silla, cátedra, silla de, la silla, sillón, asiento

καρέκλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stuhl, lehrstuhl, vorsitzende, generaldirektor, professur, Stuhl, Sessel, Lehrstuhl

καρέκλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaire, présidence, fauteuil, siège, chaise, présider, président, présidente

καρέκλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seggiola, sedia, poltrona, presidente, sedia a, cattedra

καρέκλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadeira, assento, cadeira de, presidente, presidência, poltrona

καρέκλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetel, stoel, president-directeur, leerstoel, kinderstoel, voorzitter, chair

καρέκλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стул, профессура, председатель, усаживать, садиться, кафедра, кресло, стула

καρέκλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stol, stolen, leder, barnestol

καρέκλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stol, ordförande, stolen, ordföranden

καρέκλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuin, johtaa, esimies, valvoa, tuoli, tuolin, puheenjohtaja, syöttötuoli, puheenjohtajana

καρέκλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stol, stolen, formand, formandskabet

καρέκλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křeslo, katedra, židle, židli, stolička, sedačková

καρέκλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krzesełko, katedra, przewodnicząca, bujak, przewodniczenie, przewodnictwo, prezydium, fotel, przewodniczyć, krzesło, chair, krzesła

καρέκλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szék, tanszék, széket, elnöke, székre, széken

καρέκλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandalye, koltuklu, koltuk, koltuğu, chair

καρέκλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стілець, саджати, садовити, кафедра, стул, випорожнення, стільця

καρέκλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karrige, karrige të, kryesojë, karrige e, kryesuesi

καρέκλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стол, стола, председател, председателства

καρέκλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крэсла, стул

καρέκλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õppetool, tool, ISTUNGI JUHATAJA, JUHATAJA, juhatusel, tooli

καρέκλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjedalica, stolac, sjedalo, predsjedatelj, stolica, stolice, sjedalice, stolicu

καρέκλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stóll, formaður, stól, Chair, Stóllinn

καρέκλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kėdė, pirmininkas, pirmininkauja, kėdės, pirmininkaus

καρέκλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krēsls, priekšsēdētājs, vada, krēslu, priekšsēdētāja

καρέκλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Чаир, стол, столица, столот, претседавач

καρέκλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scaun, persoane în scaun, în scaun cu, persoane în scaun cu, pentru persoane în scaun

καρέκλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stol, predsednik, predseduje, predsednik je, predsedovanje

καρέκλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stolička, kreslo, stoličky, stoličkami

Στατιστικά δημοτικότητας: καρέκλα

Τυχαίες λέξεις