Překračovat στα ελληνικά
Μετάφραση: překračovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kořenný στα ελληνικά - πικάντικος, κύμινο, με κύμινο, Caraway, σπερμάτων κάρου, σπόρων κύμινου
- nešvar στα ελληνικά - βρίζω, κατάχρηση, καταχρώμαι, λοιδορία, δεινά, δεινών, τα δεινά, ...
- odsávat στα ελληνικά - εξάτμιση, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
- odvíjení στα ελληνικά - ξετύλιγμα, ξετυλίγματος, το ξετύλιγμα, εκτύλιξης, εκτυλίξεως
Τυχαίες λέξεις
Překračovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Μεταφράσεις: στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το