Λέξη: στρέψη
Σχετικές λέξεις: στρέψη
στρέψη καμπύλης, στρέψη στομάχου
Μεταφράσεις: στρέψη
στρέψη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
torsion, twisting, twist, angling, torsional
στρέψη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
torsión, de torsión, la torsión, torsión de, torsion
στρέψη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdrehung, verwindung, Torsion, Dreh, Verdrehung, Torsionsfeder, Torsions
στρέψη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
torsion, contorsion, tortillement, de torsion, la torsion, une torsion
στρέψη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torsione, di torsione, torsionale, torsioni, a torsione
στρέψη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
torção, de torção, torsão, torsion, de torsão
στρέψη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draaiing, wringing, torsie, torsieveren
στρέψη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скрученность, скручивание, кручение, заворот, перекашивание, кручения, торсионная, торсионной, без кручения
στρέψη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
torsjon, torsion, vridnings, Torsjonsstav, vridning
στρέψη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
torsion, vrid, vridning, vridnings, torsions
στρέψη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vääntö, vääntöjouset, vääntöä, vääntö-, torsion
στρέψη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
torsion, vridning, torsionsfjeder
στρέψη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kroucení, torzní, torze, torzních, zkrutným
στρέψη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skręt, skręcanie, skręcenie, skrętny, skrętna, skrętną
στρέψη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csavarás, torziós, a torziós, csavarodás, csavaró
στρέψη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
burulma, torsiyon, torsiyonu, burma, bükme
στρέψη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скручування, заворот, кручення, крутіння, крутяться, крученню
στρέψη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrotullim, përdredhjeje, perdredhja, përdredhje, rezistencë përdridhjeje
στρέψη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усукване, торсионна, торзия, торсионно, торзия на
στρέψη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скрут, кручэння
στρέψη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vääne, väändejõud, torsioon, torsiooni, väändele, väändevedru
στρέψη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
torzija, okretanje, uvrtanje, torzijskih, torzijskim, torzijska, torzijski
στρέψη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
torsion, snerilfjöðrun, snerilfjöðrun að, fjöðrun, vindingur
στρέψη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukimas, torsioninės, torsioninių, sukimo, persisukimas
στρέψη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nosiešana, vērpes, sagriešanās, vērpe, torsion
στρέψη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
торзија, торзиони, торзијата, торзиона, торзија на
στρέψη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
torsiune, de torsiune, torsional, torsiunea, torsiune de
στρέψη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
torzija, torzijske, torzijski, torzijska, torzijsko
στρέψη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
torzní, krútenie, krúteniu, krútení, krútenia, splietanie