Přidružený στα ελληνικά
Μετάφραση: přidružený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kuguár στα ελληνικά - ορεινός λέων, Cougar, Κούγκαρ, πούμα, την Cougar
- kódování στα ελληνικά - Κωδικοποίηση, κωδικοποίησης, κωδικοποίησης των, κωδικοποιήσεως, κωδικοποιήσεως των
- lichotka στα ελληνικά - φιλοφρόνηση, γαλιφιά, κομπλιμέντο, συγχαρώ, κοπλιμέντο, έπαινο
- nafouknout στα ελληνικά - εξογκώνω, φουσκώνω, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
Τυχαίες λέξεις
Přidružený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Μεταφράσεις: συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη