Λέξη: πραγματεία

Σχετικές λέξεις: πραγματεία

πραγματεία περί εθελοδουλείας, πραγματεία προταση, πραγματεία περί σοσιαλισμού μηδενισμού αναρχίας, πραγματεία για τη διόρθωση του νου, πραγματεία λεξικό, πραγματεία επί των 7 ακτίνων, πραγματεία επί της λευκής μαγείας, πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, πραγματεία περί της βίας, πραγματεία περί αθεολογίας

Συνώνυμα: πραγματεία

δοκιμή, έκθεση, έκταση, φυλλάδιο, χώρα, ηθικοθρησκευτικό φυλλάδιο, διατριβή, έρευνα

Μεταφράσεις: πραγματεία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissertation, treatise, essay, disquisition, thesis
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disertación, tratado, tratado de, el tratado
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abhandlung, doktorarbeit, dissertation, Abhandlung, Traktat, Schrift
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mémoire, traité, dissertation, traité de, ouvrage
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattato, trattato di, trattazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tratado, treatise, tratado de, dissertação
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhandeling, traktaat, beschouwing, tractaat, geschrift
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трактат, рассуждение, курс, диссертация, трактате, трактата, трактатом
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhandling, avhandlingen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhandling, avhandlingen, afhandling, traktat, skrift
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjoitus, opinnäyte, opinnäytetyö, puhe, tutkielma, translitteratio, tutkielman, treatise, tutkielmassaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhandling, afhandlingen, skrift, Skriftet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
disertace, pojednání, spis, traktát, pojednáním
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elaborat, traktat, dysertacja, rozprawa, rozprawa naukowa, traktatem, traktacie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
disszertáció, értekezés, értekezést, értekezését, értekezésében, tanulmány
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tez, risale, risalesi, bilimsel inceleme, tezdir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трактат, курс, міркування, дисертація, розумування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
traktat, traktat të, traktat i, trajtesa, traktati
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трактат, тезис, теза, трактата, монография, трактата на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трактат
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dissertatsioon, väitekiri, uurimus, traktaat, traktaadi, traktaadis, käsitlus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
disertacija, rasprava, teza, traktat, raspravu, rasprava u
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ritgerð
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
disertacija, traktatas, traktatą, veikalas, traktate
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
disertācija, apcerējums, traktāts, gada traktāts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трактат, расправа, впрочем, впрочем и, Трактати
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tratat, dizertaţie, tratatul, tratat de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razprava, Teza, Traktat, razpravi, razpravo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozprava, pojednanie, pojednaní, pojednania, traktát, pojednání
Τυχαίες λέξεις