Přitížit στα ελληνικά

Μετάφραση: přitížit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδεινώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει
Přitížit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • faseta στα ελληνικά - όψη, πτυχή, πλευρά, έκφανση, έκφανσης
  • kulminovat στα ελληνικά - κορυφώνονται, κορυφωθεί, κορυφωθούν, καταλήξει, καταλήξουν
  • maršál στα ελληνικά - συγκεντρώνω, επιστρατεύω, στρατάρχης, αστυνόμος, τελετάρχης, δικαστικός κλητήρας, Marshal, ...
  • mrzutý στα ελληνικά - βλοσυρός, μελαγχολικός, αδέξιος, πικρόχολος, δυσάρεστος, σκυθρωπός, κακότροπος, ...
Τυχαίες λέξεις
Přitížit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδεινώνω, επιδεινώνουν, επιδεινώσει, να επιδεινώσει, επιδεινώσουν, επιδεινώνει