Λέξη: παίζω
Σχετικές λέξεις: παίζω
παίζω και μαθαίνω, παίζω παρεούλα, παίζω και μαθαίνω στο διαδίκτυο, παίζω θέατρο, παίζω εν ου παικτοίς, παίζω συνώνυμα, παίζω με πλαστελίνη, παίζω και τραγουδώ με το παιδί μου, παίζω για τον τζον πολ, παίζω οικογενεια λεξεων
Συνώνυμα: παίζω
ερωτοτροπώ, χρονοτριβώ, χασομερώ, τρυφερολογώ, διασκεδάζω, επιδεικνύω, επιδεικνύομαι, ευθυμώ, παιχνιδίζω, μιμούμαι, ενεργώ ελαφρώς, ομιλώ ελαφρώς, μικρολογώ, διασκεδάζω θορυβωδώς, κλώθω, στριφογυρίζω, γυρίζω
Μεταφράσεις: παίζω
παίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
play, fool around, frolic, playing, I play
παίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jugar, juego, tocar, tañer, desempeñar, reproducir, juegue
παίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stück, bühnenstück, wetten, ausnutzen, spiel, spielen, schauspiel, theaterstück, scherz, verursachen, zu spielen, spielt, Spiel
παίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jouez, représenter, batifoler, marge, partie, interpréter, s'amuser, parier, jeu, jeux, jouons, rigoler, jouent, badiner, divertissement, jouer, lire, jouer à, jouer de
παίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rappresentare, interpretare, suonare, gioco, giocare, recitare, giuoco, riprodurre, svolgere
παίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jogo, representar, peça, brincar, desempenhar, jogos, jogar, tocar, prato, reproduzir, desempenham
παίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorspelen, bespelen, uitvoeren, spelen, spel, te spelen, afspelen, speelt, speel
παίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шутка, поиграть, резвиться, играть, выкидывать, кошки-мышки, развлечение, вторить, переигрывать, пьеса, куролесить, подшутить, орлянка, спектакль, перелив, проказить, играют, сыграть, играть в, воспроизводить
παίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lek, spill, leke, spille, spiller, spille av, spille i
παίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
leka, spel, lek, spela, spelar, spela upp, spelar du
παίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leikkiä, kisailla, esittää, soittaa, pelaaminen, touhu, telmiä, pelata, karehtia, pelaat, toistaa, pelaajalle
παίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leg, spille, spiller, afspille, at spille, lege
παίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
laškovat, dovádět, zahrát, volnost, hrát, žertovat, hra, sehrát, hrají, přehrávat, přehrát, přehrávání
παίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odtworzyć, spłatać, bawić, pobawić, grać, rozegrać, odegranie, igrać, odtwarzać, zagrać, zagranie, migotać, ogrywać, luz, gra, pograć, odegrać, grać w
παίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
játék, játszani, játszanak, játszodjunk az, játszik
παίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oyun, oynamak, çalmak, oynamaya, oynatmak
παίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грати, запис видалений, видалений, запис, відігравати
παίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
loz, lojë, luaj, luajnë, luajë, luajtur, të luajtur
παίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игра, драма, хазарт, играя, свиря, играе, играят, играете
παίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гуляць, граць, іграць
παίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etendus, mängima, lõtk, mängida, mängimiseks, mängivad, mängi
παίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glumiti, igra, odigrati, igrali, igrati, igrati s, igraju, reproducirati
παίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leika, spila, spilað, góðir, að spila
παίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
groti, vaidinti, lošti, dėtis, lošimas, žaisti, atlikti, sužaisti, vaidina
παίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rotaļāties, izspēlēt, tēlot, dramaturģija, derēt, spēlēt, atskaņot, būt, spēlē, atskaņotu
παίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
драма, игра, играат, да игра, се игра, да играат
παίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dramă, joc, juca, joacă, joace, joci, juca un
παίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drama, hrta, igrati, igra, igrajo, predvajanje, predvajati
παίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrať, zohrávať
Στατιστικά δημοτικότητας: παίζω
Τυχαίες λέξεις