Λέξη: πλάσιμο
Σχετικές λέξεις: πλάσιμο
πλάσιμο τσουρεκιών
Συνώνυμα: πλάσιμο
σχηματισμός
Μεταφράσεις: πλάσιμο
πλάσιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moulding, kneading, figuration, modeling, shaping, molding
πλάσιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
figuración, configuración, la figuración, figuration
πλάσιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gießend, formen, zierleiste, leiste, profil, gießen, knetend, abdruck, profilleiste, schimmelnd, Figuration, Konfiguration, Konfigurations, guration
πλάσιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pétrissage, formage, modelage, pétrissant, moulure, façonnage, formation, figuration, configuration, la figuration
πλάσιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figurazione, configurazione, la figurazione, figuration, raffigurazione
πλάσιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
figuração, configuração, figuration, a figuração, figurações
πλάσιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
figuratie, configuratie, figuration, de figuratie, guratie
πλάσιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
литье, отливка, размешивание, формовка, багет, оформление, конфигурация, фигурация, фигурации, орнаментация
πλάσιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
figurasjon, figurasjonen, figurering, figure, figuration
πλάσιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
figuration, konfiguration, tions, figure, gestaltning
πλάσιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piena, valu, reunus, kuviointi, lukija, raatio
πλάσιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
figuration, becifring, becifringsspil, konfiguration, figurationen
πλάσιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utváření, tvarování, modelování, tváření, hnětení, obraznost, figurace, ztvárnění, Figurální
πλάσιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
profilowanie, mieszanie, modelowanie, mieszenie, prasowanie, skruszenie, masowanie, ugniatanie, czerpanie, sztukateria, formowanie, zagniatanie, figuracja, upiększenie, figuracji, figuracją
πλάσιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
formázás, öntvény, párkányszelvény, párkányzat, alakítás, figuráció, figurativitás, ábrázolás, figurációját
πλάσιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biçimlendirme, konfigürasyon, figürasyon, figuration, betimleme
πλάσιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
масажист, розсипається, оформлення
πλάσιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trajtë, figuracioni, figuracioni i, formësimi, paraqitje simbolike
πλάσιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отливка, алегория, контур, силует, украшение, оформяне
πλάσιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
афармленне, афармленьне
πλάσιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
profiil, valu, ehisliist, kujundus, kujundamine, konfiguratsiooni, figuration, konfiguratsioon
πλάσιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oblikovanje, figuracijom, konfiguracijom
πλάσιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvagi, á þvagi
πλάσιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apipavidalinimas, figūracija, Figuracja, alegoriškas vaizdavimas, Formavimas
πλάσιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ornamentēšana, nošanās
πλάσιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фигурација, фигурацијата, фигуративното, фигуративна, фигуративна претстава
πλάσιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înfățișare, contur, configurație, figuratie, figurație
πλάσιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
figuralika, bore, figuralnost, upodobitev
πλάσιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obraznosť, obrazotvornosť
Τυχαίες λέξεις