Přivolení στα ελληνικά
Μετάφραση: přivolení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diktovat στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- jinotajný στα ελληνικά - αλληγορικός, αλληγορική, αλληγορικό, αλληγορικά, αλληγορικές
- názvosloví στα ελληνικά - ορολογία, ονοματολογία, ονοματολογίας, ονοματολογία των, ονοματολογία που, ονοματολογίας των
- obojživelník στα ελληνικά - αμφίβιο, αμφιβίων, αμφιβίου, των αμφιβίων, αμφίβιου αεροπλάνου
Τυχαίες λέξεις
Přivolení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
Μεταφράσεις: συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης