Λέξη: τσεκουριά

Συνώνυμα: τσεκουριά

μπριζόλα, χτύπημα, φέτα, απόλυση

Μεταφράσεις: τσεκουριά

τσεκουριά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chop, chop it

τσεκουριά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chuleta, picar, cortar, tajar, tajada

τσεκουριά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufschneiden, zerschneiden, spalten, kotelett, hacken, schneiden, zerhacken, zu hacken, hacken Sie

τσεκουριά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fendre, déchiqueter, escalope, côte, tailler, côtelette, couper, hacher, trancher, écharper, taillade, hachez, chop, les hacher

τσεκουριά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
costoletta, braciola, mozzare, spaccare, tritare, tagliare, chop, tritate, tritarli

τσεκουριά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
picar, rachar, costeleta, cortar, pique, corte

τσεκουριά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fijnhakken, karbonade, kappen, houwen, kotelet, hakken, hak, chop, te hakken

τσεκουριά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крошить, котлета, клеймо, зыбь, изрубить, менять, откалывать, обмен, меняться, нашинковать, изрубать, рубать, перемена, отбивная, измельчать, нарезать, рубить, порубить, измельчить, колоть

τσεκουριά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kotelett, hakke, hogge, hakk, hugge

τσεκουριά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hugga, hugg, kotlett, hacka, hugger, chop

τσεκουριά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallokko, lohjeta, lovi, kyljys, hakata, halkoa, pilkkoa, chop, pilko, paloitella

τσεκουριά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kotelet, hugge, hakke, chop, pønser

τσεκουριά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozřezat, sekat, žebírko, kotleta, nasekat, řezat, řízek, setnout, štípat, rozsekat, přerušovat, seknutí, chop, nasekáme, naštípat

τσεκουριά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cięcie, rozrąbać, przerąbać, posiekać, rąbać, krajać, ciachać, siekać, kotlet, porąbać, zraz, sznycel, cios

τσεκουριά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csapkodás, satupofa, védjegy, völgyszoros, hússzelet, szelet, vágja, chop, vágjuk, karaj

τσεκουριά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çatlak, pirzola, yarık, doğramak, doğrayın, kesmek, kırmak

τσεκουριά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сікти, клеймо, брижа, шаткувати, брижі, відбивна, рубати, рубатимуть

τσεκουριά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çaj, pres, bërxollë, presin, të pres, e presin

τσεκουριά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
котлет, посегнат, нарежете, отрежат, отрежа

τσεκουριά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бераг, секчы, сячы, рубіць

τσεκουριά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raiuma, rabak, tükeldama, karbonaad, kaubanduslik sort, raiuv hoop, raasutama

τσεκουριά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjeckati, kosati, isjeckati, sjeći, cijepati, kotlet, nasjeckajte

τσεκουριά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höggva, skorið, Chop, að höggva, saxa

τσεκουριά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suskaldyti, pjaustyti, sukapoti, supjaustykite, supjaustome

τσεκουριά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karbonāde, cirst, sakapājiet, sakapāt, sasmalciniet

τσεκουριά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сека, исецка, се исецка, котлет, да се исецка

τσεκουριά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cotlet, taie, toaca, se toaca, chop

τσεκουριά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tipat, sdk, sekanje, chop, sesekljajte, sesekljamo, kotlet

τσεκουριά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sek, kotleta, karé, kotlety
Τυχαίες λέξεις