Podezřívavý στα ελληνικά

Μετάφραση: podezřívavý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύποπτος, καχύποπτος, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη
Podezřívavý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benzín στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
  • chlapec στα ελληνικά - καμάρι, νεαρός, παιδί, υιός, αγόρι, αγοριού, αγόρι που, ...
  • nepříjemný στα ελληνικά - δυσάρεστος, αδέξιος, ατζαμής, τραχύς, ενοχλητικός, απαίσιος, άγριος, ...
  • nestyda στα ελληνικά - ιταμός, αναιδής, θρασύς, αναίσχυντος, Shameless, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ...
Τυχαίες λέξεις
Podezřívavý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύποπτος, καχύποπτος, ύποπτες, ύποπτων, ύποπτη