Λέξη: συγγενής
Σχετικές λέξεις: συγγενής
συγγενής σφαιροκυττάρωση, συγγενής καρδιοπάθεια, συγγενής κάμψη του πέους, συγγενής σύφιλη, συγγενής καταρράκτης, συγγενής πρώτου βαθμού, συγγενής υποθυρεοειδισμός, συγγενής πάθηση, συγγενής σκολίωση, συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων
Συνώνυμα: συγγενής
συγγενείς, γένος, συγγένεια, οικογένεια, συγγενολόι
Μεταφράσεις: συγγενής
συγγενής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relative, akin, kin, kinsman, cognate
συγγενής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
semejante, pariente, deudo, familiar, relativo, relativa, relación, respecto
συγγενής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angehörige, relativ, verwandt, angehöriger, proportional, verwandte, anverwandt, bezüglich, relativen, gegen
συγγενής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affin, analogue, parente, relatif, allié, proche, apparenté, pareil, voisin, proportionnel, respectif, ressemblant, similaire, semblable, parent, analogique, rapport, par rapport, relativement
συγγενής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parente, attinente, proporzionale, relativo, congiunto, relativa, rispetto, relative, relativi
συγγενής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relativo, relacionamento, parente, relativa, relação, em relação
συγγενής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrekkelijk, relatief, bloedverwant, familielid, verwant, relatieve
συγγενής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родственник, сродный, дальний, относительный, похожий, родственница, сопоставимый, родимый, сородич, родной, сравнительный, родственный, близкий, относительной, относительно, относительная, относительное
συγγενής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slektning, relativ, relative, forhold, i forhold
συγγενής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besläktad, släkting, anförvant, relativ, relativa, förhållande, relativt, i förhållande
συγγενής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sukua, sukulainen, suhteellinen, verisukulainen, suhteessa, suhteellisen, suhteellista, suhteelliset, suhteellisessa
συγγενής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slægtning, relative, relativ, forhold, i forhold, relativt
συγγενής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vztažný, proporcionální, příbuzná, vzájemný, spřízněný, podobný, relativní, příbuzný, blízký, poměrný, vzhledem, relativně, vztahu
συγγενής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powinowata, krewny, pokrewny, względny, krewna, relatywny, stosunkowy, podobny, względność, powinowaty, krewniak, odnośny, dotyczący, względem, względna, w stosunku
συγγενής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
relatív, vonatkozó, képest, viszonylagos, viszonyítva, viszonyítottak
συγγενής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göreli, orantılı, nispi, bağıl, göreceli, ilgili
συγγενής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язок, ставлення, обертальний, близький, рідний, поєднання, споріднений, ротаційна, ротаційний, споріднення, акин, родич
συγγενής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fis, i afërm, relativ, relative, afërm, të afërm
συγγενής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
относителен, роднина, относителна, относителната, относително
συγγενής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сваяк, родзіч
συγγενής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suhteline, relatiivne, sugulane, suhtelise, suhtelist, suhtelised, suhteliste
συγγενής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavisan, srodan, razmjeran, odnosni, relativan, rođak, srodnik, odnosu, u odnosu
συγγενής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frændi, ættingi, miðað, ættingja, hlutfallsleg, hlutfallslegt
συγγενής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santykinis, santykinė, giminaitis, santykinį, santykinės
συγγενής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
radinieks, relatīvs, relatīvais, relatīvā, relatīvo
συγγενής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во однос, роднина, релативна, релативната, однос
συγγενής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rudă, relativ, relativă, raportate, relative, relativa
συγγενής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
relativní, relativna, relativno, sorodnik, relativni, relativne
συγγενής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
relatívni, príbuzný, relatívna, relatívnej, relatívne, relatívnu, relatívny
Στατιστικά δημοτικότητας: συγγενής
Τυχαίες λέξεις