Pomáhající στα ελληνικά

Μετάφραση: pomáhající, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθητικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Pomáhající στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • difuzor στα ελληνικά - διαχύτη, διαχύτης, diffuser, διάχυσης, διαχυτή
  • fénix στα ελληνικά - φοίνιξ, Φοίνιξ, Phoenix, φοίνικας, φοίνικα, του Φοίνικας
  • nepodmíněný στα ελληνικά - απόλυτος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • opat στα ελληνικά - ηγούμενος, ηγούμενο, ηγουμένου, ηγούμενου, abbot
Τυχαίες λέξεις
Pomáhající στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθητικός, βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν