Λέξη: χρηματοδότηση

Σχετικές λέξεις: χρηματοδότηση

χρηματοδότηση toyota, χρηματοδότηση εσπα, χρηματοδότηση επιχειρήσεων, χρηματοδότηση μκο, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, χρηματοδότηση κομμάτων, χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χρηματοδότηση startup, χρηματοδότηση και κατανομή έργων εσπα

Μεταφράσεις: χρηματοδότηση

χρηματοδότηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
funding, financing, finance, financing of, the financing

χρηματοδότηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
financiamiento, financiación, la financiación, de financiación, el financiamiento

χρηματοδότηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konsolidierend, Finanzierung, Finanzierungs, Finanzierungen, die Finanzierung

χρηματοδότηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
financement, le financement, financements, de financement, un financement

χρηματοδότηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finanziamento, finanziamenti, di finanziamento, il finanziamento, finanziamento del

χρηματοδότηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
financiamento, de financiamento, financiamentos, o financiamento, financiamento do

χρηματοδότηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
financiering, financieringen, de financiering, financieren, financiering van

χρηματοδότηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
финансирование, субсидия, субсидирование, финансирования, финансировании, финансированию, финансированием

χρηματοδότηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finansiering, finansieringen, firma innen finansiering, Finansiering av

χρηματοδότηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finansiering, finansieringen, finansierings, finansiering av

χρηματοδότηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rahoitus, rahoituksen, rahoitusta, rahoituksesta, rahoitukseen

χρηματοδότηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finansiering, finansieringen, finansiering af, finansiere, finansieres

χρηματοδότηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
financování, finanční, spolufinancování, financováním

χρηματοδότηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
finansowanie, konsolidacja, finansowania, finansowaniu, finansowanie w, finansowe

χρηματοδότηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
finanszírozás, finanszírozása, finanszírozási, finanszírozására, finanszírozásának

χρηματοδότηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
finansman, finansmanı, finans, finanse, finansal

χρηματοδότηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фінансування, субсидія

χρηματοδότηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
financim, financimi, financimin, financimi i, financimin e

χρηματοδότηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
финансиране, финансирането, финансиране на, финансирането на

χρηματοδότηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фінансаванне, фінансаваньне

χρηματοδότηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahastamine, finantseerimine, rahastamise, rahastamist, rahastamiseks

χρηματοδότηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
financiranje, kapitaliziranje, finansiranje, financiranja, financiranju, o financiranju

χρηματοδότηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjármögnun, Financing, fjármögnunar, fjármagn, fjármagna

χρηματοδότηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
finansavimas, finansavimo, finansavimą, finansuoti, finansavimui

χρηματοδότηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
finansējums, finansēšana, finansēšanas, finansējumu, finansējuma

χρηματοδότηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
финансирање, за финансирање, финансирањето, финансирање на, финансирањето на

χρηματοδότηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de finanțare, finanțare, finantare, finanțarea, finanțării

χρηματοδότηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
financiranje, financiranja, financiranju, financiranje na, finančni

χρηματοδότηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krytí, financovanie, financovania, financovaní, financovaniu, finančné

Στατιστικά δημοτικότητας: χρηματοδότηση

Τυχαίες λέξεις