Λέξη: ενδοτικός

Σχετικές λέξεις: ενδοτικός

ενδοτικός αντώνυμα, ενδοτικός συνώνυμο, συνωνυμα ενδοτικός

Συνώνυμα: ενδοτικός

παραχωρητικός

Μεταφράσεις: ενδοτικός

ενδοτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
compliant, concessive, submissive, resilient, conformable

ενδοτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concesivo, concesivas, concesiva, concessive, concesionales

ενδοτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefällig, willfährigen, konzessiv, concessive, konzes, konzessiven, konzessive

ενδοτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accommodant, arrangeant, conforme, concessif, concessive, concessives

ενδοτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concessivo, concessive, agevolati, concessiva, concessorio

ενδοτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concessivo, concessiva, concessivas, vantajosas

ενδοτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegevend, concessieve, concessief, concessionele, toegeving

ενδοτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уступчивый, покладистый, угодливый, сговорчивый, податливый, уступительный, уступительные

ενδοτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innrøm, innrømmende

ενδοτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
foglig, eftergiven, förmånliga

ενδοτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sopuisa, mukautuva, konsessiivinen, edullisina, edullisia korkoja, myönnytystä ilmaiseva

ενδοτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koncessionsmodellen, gunstige

ενδοτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ústupný, ochotný, povolný, zvýhodňující

ενδοτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skomplikowany, zawiły, ustępliwy, zgodny, koncesyjny, ulgowe, przyzwalający

ενδοτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megengedő, engedményesnek

ενδοτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabul ifade eden, ayrıcalıklı, kabul ifade

ενδοτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
догідливий, поступливий, уступітельние, допустового, уступітельних, допустово, допустових

ενδοτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lejor, lëshues

ενδοτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отстъпителен, отстъпчив

ενδοτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
уступительный

ενδοτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulekas, järeleandlik, möönev, soodusintressimääraks, Konsessiivinen, Soodustust, Soodustust väljendusena

ενδοτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usuglašen, pogodbeni, popustljiv

ενδοτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
concessive

ενδοτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuolaidus, koncesinėmis, Pieļāvīgs, Koncesyjny, Piekāpīgs

ενδοτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekāpīgs, koncesīvas, pieļāvīgs

ενδοτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
concessive

ενδοτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
concesiv, concesivi

ενδοτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koncesijske

ενδοτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochotný, ústupčivá
Τυχαίες λέξεις