Prokazovat στα ελληνικά
Μετάφραση: prokazovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχειρηματολογώ, έκθεμα, διαφωνώ, εκθέτω, διαπληκτίζομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- emoční στα ελληνικά - συναισθηματικός, συναισθηματική, συναισθηματικές, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικά
- nájezdník στα ελληνικά - εισβολέας, επιδρομέας, Raider, επιδρομέων, επιδρομέα, ίππο
- okolnosti στα ελληνικά - περιβάλλον, περίχωρα, περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, περίπτωση
Τυχαίες λέξεις
Prokazovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχειρηματολογώ, έκθεμα, διαφωνώ, εκθέτω, διαπληκτίζομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν
Μεταφράσεις: επιχειρηματολογώ, έκθεμα, διαφωνώ, εκθέτω, διαπληκτίζομαι, σόου, προβολή, επίδειξη, θέαμα, δείχνουν