Λέξη: ρητά

Σχετικές λέξεις: ρητά

ρητά για την ζωή, ρητά για την ευτυχία, ρητά για την τέχνη, ρητά αγάπης, ρητά για τις γυναίκες, ρητά για την ελευθερία, ρητά για τον χρόνο, ρητά για την φιλία, ρητά για την αλήθεια, ρητά αρχαίων ελλήνων, αρχαία ρητά

Συνώνυμα: ρητά

ρητώς, νέτα σκέτα, οριστικά

Μεταφράσεις: ρητά

ρητά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
explicitly, expressly, specifically, clearly, explicit

ρητά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explícitamente, expresamente, explícita, forma explícita, de forma explícita

ρητά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umfassend, ausdrücklich, explizit, explizite, deutlich

ρητά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
catégoriquement, expressément, explicitement, explicite, manière explicite, de manière explicite

ρητά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
espressamente, esplicitamente, esplicito, modo esplicito, in modo esplicito

ρητά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explicitamente, expressamente, explícita, forma explícita, de forma explícita

ρητά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, duidelijk

ρητά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ясно, явно, явным образом, явном виде, в явном виде

ρητά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksplisitt, uttrykkelig, tydelig, er uttrykkelig, uttrykkelig er

ρητά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uttryckligen, explicit, tydligt, som uttryckligen, det uttryckligen

ρητά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nimenomaan, nimenomaisesti, selvästi, selkeästi, erikseen

ρητά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udtrykkeligt, eksplicit, udtrykkelig, udtrykkeligt er, direkte

ρητά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výslovně, explicitně, jednoznačně, jasně

ρητά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźnie, jawnie, jednoznacznie, wprost, wyraźny

ρητά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifejezetten, egyértelműen, explicit, explicit módon, kifejezett

ρητά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıkça, açık, açık bir, açık olarak, açık bir şekilde

ρητά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ясно, зрозуміло, Хмарно, Невелика хмарність, хмарність

ρητά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
në mënyrë eksplicite, në mënyrë të qartë, mënyrë eksplicite, eksplicite, mënyrë të qartë

ρητά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изрично, ясно, изрично се, изрично да, изрично е

ρητά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ясна, зразумела, пагодна, ясно, Надвор'е хмарнае

ρητά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
selgesõnaliselt, otsesõnu, sõnaselgelt, selgelt, otseselt

ρητά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksplicitno, izričito, izrijekom, jasno, izravno

ρητά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérstaklega, skýrt, beinlínis, skýr, skýrt tilgreint

ρητά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškiai, tiesiogiai, konkrečiai, atvirai, yra aiškiai

ρητά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepārprotami, skaidri, tieši, ir skaidri, noteikti

ρητά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
експлицитно, изрично, експлицитно се, изречно, јасно

ρητά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
explicit, mod explicit, în mod explicit, mod expres, în mod expres

ρητά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izrecno, eksplicitno, jasno, je izrecno, posebej

ρητά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výslovne, explicitne, vyslovene, osobitne, sa výslovne

Στατιστικά δημοτικότητας: ρητά

Τυχαίες λέξεις