Sexualita στα ελληνικά
Μετάφραση: sexualita, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεξουαλικότητα, έρωτας, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Μεταφράσεις
- chichotat στα ελληνικά - κακαρίζω, νευρικό γέλιο, χαζογελώ, κιχλίζω, giggle, γελάκι
- energický στα ελληνικά - ρωμαλέος, εμφατικός, ενεργητικός, κατηγορηματικός, ισχυρός, αποφασιστικός, καθοριστικός, ...
- epikurejec στα ελληνικά - καλοφαγάς, Epicure, Επικούρειου, επικούρειος, του Επίκουρου
- kotérie στα ελληνικά - κλίκα, συντροφιά, κύκλος συντροφιάς, όμιλος
Τυχαίες λέξεις
Sexualita στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεξουαλικότητα, έρωτας, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Μεταφράσεις: σεξουαλικότητα, έρωτας, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα