Slovo στα ελληνικά

Μετάφραση: slovo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορία, λέξη, τρίμηνο, όρος, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού
Slovo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • býložravec στα ελληνικά - χορτοφάγο, φυτοφάγο, φυτοφάγα, φυτοφάγων, των φυτοφάγων, φυτοφάγο ζώο
  • disketa στα ελληνικά - δισκέτα, δισκέτας, δισκέτες, δισκέττα, σε δισκέτα
  • klamat στα ελληνικά - ντόμπρος, αναβάτης, κείμαι, ευθύς, εξαπατώ, ξεγελώ, ψεύδομαι, ...
  • nevyhnutelný στα ελληνικά - απαραίτητος, αναπόφευκτος, ουσιώδης, προστακτική, αναγκαίος, αναπόφευκτη, αναπόφευκτο, ...
Τυχαίες λέξεις
Slovo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορία, λέξη, τρίμηνο, όρος, λέξης, λεκτικό, λόγο, λεκτικού