Sluchový στα ελληνικά

Μετάφραση: sluchový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχητικός, ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού
Sluchový στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adventivní στα ελληνικά - τυχαίος, παρείσακτος, τυχαία, τυχαίας, την τυχαία, συμπτωματική
  • odsávat στα ελληνικά - εξάτμιση, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, απορροφήσει, πιπιλίζουν το
  • oficiálně στα ελληνικά - επίσημα, επισήμως, επίσημη
  • oplývat στα ελληνικά - βρίθω, αφθονούν, βρίθουν, αφθονεί
Τυχαίες λέξεις
Sluchový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχητικός, ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού